- σύρτης
- ο, ΝΑ, και σούρτης Ν [σύρω]νεοελλ.1. μεταλλικό ή ξύλινο μάνταλο θύρας ή παραθύρου το οποίο κινείται παλινδρομικά για την ασφάλιση ή απασφάλισή τους2. κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι3. αυλάκι που ανοίγεται σε ορεινές πλαγιές για μετατόπιση προς την κοιλάδα τής ξυλείας η οποία υλοτομείται4. μηχανική διάταξη που εκτελεί μεταφορική κίνηση με την οποία εξασφαλίζεται η διανομή ενός ρευστού κατά προκαθορισμένο τρόπο5. μουσ. είδος ξύλινου κανόνα ο οποίος φέρει τόσες οπές όσους φθόγγους έχει η συστοιχία εκκλησιαστικού οργάνου6. φρ. «κοτυλοειδής σύρτης» — σύρτης που χρησιμοποιείται στις ατμομηχανές υψηλής πίεσης, αλλ. ατμοσύρτηςαρχ.1. σχοινί με το ποίο σύρει κάποιος, χαλινός2. είδος χορού, ο συρτός.
Dictionary of Greek. 2013.